- προκουλιανός
- -ή, -ό, ΝΜΑ [Πρόκουλος]συν. στον πληθ. οι Προκουλιανοίρωμαϊκή νομική σχολή, αντίπαλη τής σχολής τών Σαβινιανών, που πήρε την ονομασία της από τον Ρωμαίο νομικό Σεμπρόνιο Πρόκουλο, μαθητή τού εξέχοντος νομικού και ιδρυτή τής σχολής Μάρκου Αντιστίου Λαβεώνος.
Dictionary of Greek. 2013.